- ἁδρομερέστερα
- ἁδρομερήςof coarseneut nom/voc/acc comp pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἁδρομερεστέρα — ἁδρομερεστέρᾱ , ἁδρομερής of coarse fem nom/voc/acc comp dual ἁδρομερεστέρᾱ , ἁδρομερής of coarse fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁδρομερεστέρᾳ — ἁδρομερεστέρᾱͅ , ἁδρομερής of coarse fem dat comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁδρομερεστέρας — ἁδρομερεστέρᾱς , ἁδρομερής of coarse fem acc comp pl ἁδρομερεστέρᾱς , ἁδρομερής of coarse fem gen comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλάστης — ο (Α κλάστης) [κλω] νεοελλ. γεωλογικός όρος που περιγράφει τα αδρομερέστερα θραύσματα τα οποία βρίσκονται μέσα σε μια λεπτόκοκκη θεμελιώδη μάζα σε ιζηματογενή πετρώματα αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «αμπελουργός» … Dictionary of Greek